κεφᾰλίς, ίδος (ῐδ) ἡ
1) головка (σκορόδου Luc.): ~ (sc. τῶν ὑποδημάτων) Arst. головки сапог;
2) начало (ἐν κεφαλίδι βιβλίου γέγραπται NT).