κερᾰτίνη ἡ и κερᾰτίνης, ου ὁ (sc. λόγος) «рогатый» софизм «εἴ τι οὐκ ἀπέβαλες, τοῦτο ἔχεις κέρατα δὲ οὐκ ἀπέβαλες, κέρατα ἄρα εχεις» Diog._L.
κεράτινος 3 (ᾰ)
1) выточенный из рога, роговой (ποτήρια Xen.; πλῆκτρα Plat.);
2) сделанный из рогов (βωμός Plut.);
3) рогатый: ~ λόγος Diog._L. = κερατίνης.