κεράμεος Plut. и κερᾰμεοῦς, ᾶ, οῦν Plat., Luc., Plut. = κεράμειος.
κεραμεύς, έως ὁ горшечник, гончар Hom., Plat., Arst., Plut.: καὶ ~ κεραμεῖ κοτέει погов. Hes. и гончар гончару завидует.