κατ-ορύσσω, атт. κατορύττω
1) зарывать, закапывать (ζῶντά τινα Her., Xen., Plut.; τινὰ εἰς πηλόν τινα Plat.; κατὰ τῆς γῆς Arph.; χρυσίον κατορωρυγμένον Arst.);
2) губить, уничтожать (τινά Pherecrates ap. Plut.).