Библейское слово "κατοικηση" в греческих словарях

κατοικηση [katoikisi]
Лексема: κατοίκησις
Кол-во: 2
Дворецкий И.Х. [e]

κατοίκησις — заселение

заселение

κατ-οίκησις, εως ἡ

1) заселение (καλεῖται, διὰ τὴν παλαιὰν ταύτῃ κατοίκησιν, καὶ ἡ ἀκρόπολις μέχρι τοῦδε ἔτι πόλις Thuc.);

2) жилище, местопребывание (τῶν προγόνων Plat.; τὴν κατοίκησιν ἔχειν ἔν τινι NT).