κατ-ήφεια, эп. ион. κατηφείη ἡ
1) стыд, позор, бесславие (~ καὶ ὄνειδος Hom.): κατεφείην σοι αὐτῷ Hom. к твоему собственному стыду;
2) уныние, подавленность (δισθυμία καὶ ~ Plut.; ἡ χάρα εἰς κατήφειαν μετατραπήτω NT).