κατ-ᾰγωνίζομαι (fut. καταγωνίσομαι — атт. καταγωνιοῦμαι)
1) вести борьбу, бороться (τινα и τι Polyb.);
2) одолевать, побеждать (τινα μάχαις πολλαῖς Plut.; τὰς βασιλείας NT; καταγωνισθεὶς ὑπό τινος Luc.; ~ Ὀδυσσέα περὶ στεφάνου Luc.).