Библейское слово "κατηγωνισαντο" в греческих словарях

κατηγωνισαντο [katigonisanto]
Лексема: καταγωνίζομαι
Кол-во: 1
Дворецкий И.Х. [e]

καταγωνίζομαι — вести борьбу

вести борьбу

κατ-ᾰγωνίζομαι (fut. καταγωνίσομαι — атт. καταγωνιοῦμαι)

1) вести борьбу, бороться (τινα и τι Polyb.);

2) одолевать, побеждать (τινα μάχαις πολλαῖς Plut.; τὰς βασιλείας NT; καταγωνισθεὶς ὑπό τινος Luc.; ~ Ὀδυσσέα περὶ στεφάνου Luc.).