κατα-φλέγω (inf. aor. pass. καταφλεχθῆναι) (тж. ~ πυρί Hom., Hes.)
1) сжигать (πάντα Hom.; κώμας Hes.; τὰς τριήρεις Plut.);
2) жечь (огнём любви) (ἄνδρα Anth.).