Библейское слово "κατεφθειραν" в греческих словарях

κατεφθειραν [kateftheiran]
Лексема: καταφθείρω
Кол-во: 2
Дворецкий И.Х. [e]

καταφθείρω — губить

губить

κατα-φθείρω

1) губить, уничтожать (στρατόν, λαὸς πᾶς κατέφθαρται δορί Aesch.; πόλιν Soph.; ἔργα τινός Theocr.); pass. гибнуть (ἐν πενίᾳ καὶ νόσοις Luc.; κατεφθαρμένη χώρα Plut.);

2) развращать (ἄνθρωποι κατεφθαρμένοι τὸν νοῦν NT).