*κατα-χράω (только 3_л. sing. impers.; impf. κατέχρᾱ, fut. καταχρήσει) быть достаточным: καταχρᾷ Her. достаточно; ἀντὶ λόφον ἡ λοφιὴ κατέχρα αὐτοῖς Her. вместо султана они довольствовались (конской) гривой.
καταχρήσασθαι inf. aor. к καταχράομαι.