κατα-φεύγω
1) убегать, бежать (ἐκ τῆς μάχης Her.);
2) убегать, искать убежища (ἐς τὸ ἱρόν, ἐπὶ Διὸς βωμόν Her.; βωμόν Eur.; ἐς τὸν Πειραιᾶ Xen.; εἰς τὸ τεῖχος Plat.);
3) прибегать, обращаться (πρὸς θεῶν εὐχάς, εἰς τοὺς λόγους, ἐπὶ τὰς μηχανάς Plat.; ἐπὶ τὸν δικαστήν Arst.; εἰς ἀλλοτρίαν πίστιν Plut.).