κατ-αυγάζω
1) озарять, освещать (ὁ ἥλιος καταυγάζει τινά Sext.; νέφος ὑπὸ φωτὸς καταυγαζόμενον Plut.);
2) med. созерцать, видеть (Ζᾶνα = Ζῆνα Anth.).