κατα-σκηνόω
1) Xen., Polyb. = κατασκηνάω;
2) вить гнёзда (ἐν τοῖς κλάδοις NT);
3) находить пристанище или отдых (ἐπ᾽ ἐλπίδι NT).
κατα-σκήνωσις, εως ἡ
1) лагерь или палатка Polyb.;
2) гнездо (τὰ πετεινὰ ἔχει κατασκηνώσεις NT).