Библейское слово "καταπονουμενω" в греческих словарях

καταπονουμενω [kataponoumeno]
Лексема: καταπονέω
Кол-во: 1
Дворецкий И.Х. [e]

καταπονέω — ослаблять

ослаблять

κατα-πονέω

1) ослаблять, изнурять (τὴν ἀλκὴν τοῦ θηρίου Diod.; νόσῳ καταπονηθείς Diog._L.);

2) мучить, терзать (οἱ Σάμιοι καταπονηθέντες ὑπὸ τῶν τυράννων Arst.; Ἡρακλῆς ὁ καταπονούμενος τῷ τῆς Δηϊανείρας χιτῶνι Polyb.): ποιήσασθαι ἐκδίκησιν τῷ καταπονουμένῳ NT отомстить за истязаемого.