Библейское слово "καταλειμματα" в греческих словарях

καταλειμματα [kataleimmata]
Лексема: κατάλειμμα
Кол-во: 1
Дворецкий И.Х. [e]

κατάλειμμα — остаток

остаток

κατά-λειμμα, ατος τό остаток (τὸ ~ σωθήσεται NT).