Библейское слово "καταλειμμα" в греческих словарях

καταλειμμα [kataleimma]
Лексема: κατάλειμμα
Кол-во: 17
Дворецкий И.Х. [e]

κατάλειμμα — остаток

остаток

κατά-λειμμα, ατος τό остаток (τὸ ~ σωθήσεται NT).