κατα-δρομή ἡ
1) набег, нашествие (καταδρομὰς ποιεῖσθαι Thuc.; καταδρομαῖς πορθεῖν χώραν τινά Plut.): καταδρομῆς γενομένης Lys. во время набега;
2) перен. нападение, выпад (ἐπὶ τὸν λόγον τινός Plat.): κατά τινος πλείστην ποιεῖσθαι καταδρομήν Polyb. наброситься на кого-л. с резкими нападками.