κατα-δείκνῡμι (ион. aor. κατέδεξα)
1) показывать, обнаруживать, открывать (τὸν Ἀδρίην καὶ τὴν Τυρσηνίην τοῖσι Ἕλλησι Her.);
2) показывать, учить, обучать (τινί τι и ποιεῖν τι Arph.; ἐπὶ τὰς ἀσπίδας τὰ σημήϊα ποιέεσθαι Her.; τὴν ἀρχὴν ἀγαθῶν εἰς ἀνθρώπους Plut.): ~ ἰατρικήν Plat. учить врачеванию;
3) med.-pass. оказываться (ἡ ἀτραπὸς κατεδέδεκτο ἐοῦσα οὐδὲν χρηστὴ Μηλιεῦσι Her.).