Библейское слово "καταγηρασητε" в греческих словарях

καταγηρασητε [katagirasite]
Лексема: καταγηράσκω
Кол-во: 1
Дворецкий И.Х. [e]

καταγηράσκω — стареть

стареть

κατα-γηράσκω (fut. καταγεράσω и καταγεράσομαι, aor._1 κατεγήρᾱσα, pf. καταγεγήρακα) стареть, стариться (αἶψα ἐν κακότητι βροτοὶ καταγηράσκουσιν Hom.; τὰ φυτὰ αὐαίνεται καὶ καταγηράσκει Arst.): (οἱ ξένοι) οὐ καταγηράσκουσιν ἐν τῇ πόλει Plat. иноземцы не живут до самой старости в (чужом) государстве; θητεύων καταγηράσκει Plut. он состарился рабом.