κατα-βιόω (fut. καταβιώσομαι, aor._1 κατεβίωσα, aor._2 κατεβίων) (тж. ~ τὸν βίον Plat.)
1) проводить жизнь, жить (ἡδέως Plat.; μεθ᾽ ἡσυχίας Plut.);
2) оканчивать свою жизнь (περὶ Ῥόδον σοφιστεύων κατεβίωσε, sc. Αἰσχίνης Plut.).