κᾰθ-ιζάνω (ζᾰ)
1) садиться, усаживаться (θῶκόνδε Hom.; εἰς θρόνους Aesch.);
2) (о пчёлах, птицах) садиться, опускаться (ἐφ᾽ ἅπαντα τὰ βλαστήματα Isocr.; ἐπὶ τῶν δονάκων, ἐπὶ πέτρας Arst.).