κᾰθ-ημερινός 3 ежедневный, повседневный (κώθων, προσκρούσματα Plut.; διακονία NT).
κᾰθ-ημέριος, дор. καθᾱμέριος 3
1) ежедневный, повседневный, т._е. неиссякающий (πολύκαρπος βότρυς Eur.);
2) нынешний (μοῖρα Soph.).