κᾰθ-ηγεμών, ион. κατηγεμών, όνος ὁ
1) (про)вожатый, проводник (τῇς ὁδοῦ Her.);
2) вождь, руководитель (τοῦ βίου, περὶ τῶν ὅλων Polyb.; τῆς ἀρετῆς Plut.).