καθαρίζω
1) очищать (τὸ ἐντὸς τοῦ ποτηρίου NT);
2) исцелять (λεπρούς NT);
3) перен. очищать, освобождать (ἑαυτὸν ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ NT).