Библейское слово "ισοτης" в греческих словарях

ισοτης [isotis]
Лексема:
Кол-во: 1
Дворецкий И.Х. [e]

ἰσότης — равенство

равенство

ἰσότης, ητος ἡ

1) тж. pl. равенство (~, ἣ φίλους φίλοις συνδεῖ Eur.; ~ ἀριθμητική и ἀριθμῷ Arst.; τὰς ἰσότητας καὶ τὰς δημοκρατίας ἐπαινεῖν Isocr.): ἐν ἰσότητι и κατ᾽ ἰσότητα Arst. на началах равенства; ἐξ ἰσότητος NT поровну, равномерно;

2) беспристрастие, справедливость (~ καὶ φιλανθρωπία Polyb.; ~ καὶ σωφροσύνη Plut.; τὸ δίκαιον καὶ ἡ ~ NT).