ἰσότης, ητος ἡ
1) тж. pl. равенство (~, ἣ φίλους φίλοις συνδεῖ Eur.; ~ ἀριθμητική и ἀριθμῷ Arst.; τὰς ἰσότητας καὶ τὰς δημοκρατίας ἐπαινεῖν Isocr.): ἐν ἰσότητι и κατ᾽ ἰσότητα Arst. на началах равенства; ἐξ ἰσότητος NT поровну, равномерно;
2) беспристрастие, справедливость (~ καὶ φιλανθρωπία Polyb.; ~ καὶ σωφροσύνη Plut.; τὸ δίκαιον καὶ ἡ ~ NT).