Ἴος ἡ Иос (остров в Эгейском море, к югу от Наксоса и к сев. от Теры) Arst., Plut.
I ἰός (ῑ) ὁ (эп. pl. тж. ἰά) дротик, преимущественно стрела (χαλκήρης, πτερόεις Hom.; ἀπὸ θώμιγγος ἰοὶ προσπίτνοντες Aesch.; πτηνοῖς ἰοῖς θηροβολεῖν Soph.; εἴργειν τινὰ ἰοῖς Eur.).
II ἰός (ῑ) ὁ
1) яд (ἐχιδνης Soph.; δρακόντων Eur.; ἐνίων θηρίων Plut.; θανατηφόρος NT);
2) сок: ~ μελισσῶν Pind. пчелиный сок, т._е. мёд.
III ἰός (ῑ) ὁ ржавчина (χαλκοῦ καὶ σιδήρου Plat.; ἰοῦ χρῶμα Arst.; χρυσοῦ καὶ ἀργύρου NT).