I ἰόν part. n к εἶμι.
II ἰόν acc. к ἰός I и II.
ἴον (ῐ) τό фиалка (λειμῶνες ἴου θήλεον Hom.; ἡ μέλιττα βαδίζει ἀπὸ ἴου ἐπὶ ~ Arst.; ἴων καὶ ῥόδων λειμῶνες Plut.): ~ μέλαν Theocr. или ~ κυαναυγές Anth. фиалка тёмно-синяя (предположительно Viola odorata).