ἱέρεια, Trag. ἱερία, ион. ἱρηΐη, дор. ἱρέα ἡ жрица (Ἀθηναιης Hom. и τῆς Ἀθηνᾶς Arst., Ἀπόλλωνος Pind.; αἱ ἐν Δωδώνῃ ἱέρειαι Plat.): ~ τῆς Ἑστίας Plut. (у римлян) весталка.