ἶδος, εος (ῑ) τό дословно пот, перен. сильная жара, зной (ἴδει ἐν αἰνοτάτῳ, ὁπότε χρόα Σείριος ἄζει Hes.).
ἴδω conjct. к εἶδον (см. εἴδω).