θῠγάτηρ, θῠγατρός (ᾰ) ἡ (эп. gen. θῡγᾰτέρος; dat. pl. θυγατράσι; во всех четырёхсложных формах — θῡ-) дочь Hom. etc.: αἰ Μοισᾶν θύγατρες Pind. = ἀοιδαί; иногда о животных (ἀναβαίνουσι καὶ ἐπὶ θυγατέρας οἱ ἵπποι Arst.).