Библейское слово "θραυσματος" в греческих словарях

θραυσματος [thrafsmatos]
Лексема: θραῦσμα
Кол-во: 5
Дворецкий И.Х. [e]

θραῦσμα — обломок

обломок

θραῦσμα, ατος τό обломок, осколок (ἐρειπίων Aesch.; θραύσματα τῆς χαλάζης Arst.; τῆς ὑάλου Luc.; τὰ λατομούμενα θραύσματα Diod.).