Библейское слово "θραυσμα" в греческих словарях

θραυσμα [thrafsma]
Лексема:
Кол-во: 12
Дворецкий И.Х. [e]

θραῦσμα — обломок

обломок

θραῦσμα, ατος τό обломок, осколок (ἐρειπίων Aesch.; θραύσματα τῆς χαλάζης Arst.; τῆς ὑάλου Luc.; τὰ λατομούμενα θραύσματα Diod.).