I θῆλυ n к θῆλυς.
II θῆλυ, θήλεος τό женщина, собир. женский пол (τὸ ~ μᾶλλον οἰκτρὸν ἀρσένων Eur.; τοῦ θήλεος ἴδιον μέρος ὑστέρα, sc. ἐστίν Arst.; ἄρσεν καὶ ~ NT).