θερμᾰσία ἡ
1) (внутреннее) тепло, теплота: τὸ κινεῖσθαι παρέχει θερμασίαν Xen. движение согревает;
2) повышенная температура, жар (~ καὶ σφακελισμός Arst.; διαρροία καὶ ~ Plut.).