θάμνος ὁ, редко ἡ
1) куст, кустарник (ὑπὸ θάμνῳ κατακεῖσθαι Hom.; φυτὰ μέσον δένδρων καὶ βοτανῶν σμικρῶν, τὰ λεγόμενα θάμνοι Arst.);
2) деревцо (ἐλαίης Hom.).