εὑρετής, οῦ ὁ обнаруживший, нашедший (τῶν βελτίστων Isocr.; πολλῶν χαὶ καλῶν Plut.; οὐδενὸς περί τινος Plat.): ~ ὁ χρόνος погов. Arst. время всё покажет.