εὐεργεσία, ион. εὐεργεσίη ἡ
1) доброе дело (κακοεργίης εὐεργεσίη ἀμείνων Hom.);
2) благодеяние, услуга (εὐεργεσίαι καὶ χάριτες Plut.): εὐεργεσίαν ποιεῖν Her., προσφέρειν Plat., προέσθαι Xen., καταθέσθαι Thuc. (ἔς и πρός τινα) оказывать услугу;
3) звание благодетеля (εὐεργεσίαν ψηφίζεσθαί τινι Dem.; ср. εὐεργέτης 2).