Ἐρυθρὸς πόντος ὁ = Ἐρυθρὰ θάλασσα.
ἐρῠθρός 3 красный (οἶνος, χαλκός Hom.; κῆρυξ Her. — о корабле; sc. αἵματος χρῶμα Plat.; φλόξ Arst.): ~ ἐκ μελέων πέλανος Aesch. = αἷμα.