ἐξ-εργαστικός 3 способный совершить или довести до конца (τολμηρὸς καὶ τοῦ προτεθέντος ~ Polyb.; ἐρρωμενέστατοι ταῖς ψυχαῖς καὶ ἐξεργαστικώτατοι Xen.).