ἐμ-φᾰνῶς, ион. ἐμφᾰνέως
1) явно, очевидно (φονεὺς ὤν Soph.);
2) явно, открыто (ψηφίζεσθαι Thuc.; μάχην συνάπτειν Xen.);
3) ясно, отчётливо (ἐμφανέστερον λέγειν τι Plat.).