ἐμπορία, ион. ἐμπορίη ἡ
1) поездка по торговым делам, торговая операция, торговля (преимущественно внешняя) (ἐπ᾽ ἐμπορίην τρέψαι θυμόν Her.; ἐς Αἴγυπτον ἀπικνέεσθαι κατ᾽ ἐμπορίην Her.; ἡ κατὰ θάλατταν ~ Plat.; ἐμπορίαν ποιεῖσθαι Isocr.; πρόσοδοι ἀπὸ τῶν ἐμποριῶν Arst.);
2) товар (καλὴν ἐμπορίαν ἐξάγειν Xen.): δανεῖσαί τινι ἕνδεκα μνᾶς ἐπὶ τῇ ἐμπορίᾳ Dem. дать кому-л. ссуду в одиннадцать мин под залог товара.