ἐμ-βῐβάζω [causat. к ἐμβαίνω] (fut. ἐμβιβάσω — атт. ἐμβιβῶ)
1) сажать, грузить (τινὰ ἐς κελήτιον Thuc.; εἰς πλοῖον, med. εἰς τὰς ναῦς Xen.; εἰς ὄχημα Plat.; ἐλέφαντας εἴκοσι Plut.);
2) приводить (εἰς τὸ λῷστον ἴχνος τινά Eur.; τινὰ εἰς δικαιοσύνην Xen.; τινὰς εἰς ἀπέχθειαν Polyb.): εἰς τοὺς ὑπὲρ τῶν πεπραγμένων λόγους ~ τινά Dem. заставить кого-л. говорить о своих поступках.