ἔκ-ρῠσις, εως ἡ
1) Arst., Polyb. = ἔκροος;
2) «истечение», ранний выкидыш (καλοῦνται ἐκρύσεις αἱ μέχρι τῶν ἑπτὰ ἡμερῶν διαφθοραί Arst.).