Библейское слово "εκλεκτος" в греческих словарях

εκλεκτος [eklektos]
Лексема:
Кол-во: 7
Дворецкий И.Х. [e]

ἐκλεκτός — избранный

избранный

ἐκ-λεκτός 3 избранный, отборный (τῶν ψιλῶν ἐκλεκτοί Thuc.; τὸ τῶν ἐκλεκτῶν δικαστήριον Plat.; πολλοί εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί NT).