Библейское слово "εγκαταλειμμα" в греческих словарях

εγκαταλειμμα [egkataleimma]
Лексема:
Кол-во: 4
Дворецкий И.Х. [e]

ἐγκατάλειμμα — остаток

остаток

ἐγ-κατάλειμμα, ατος τό остаток, след (τοῦ εἰδώλου Epicur. ap. Diog._L.): ἐγκαταλείμματα περισωθέντα Arst. сохранившиеся отрывки.