δυσ-φημία ἡ преимущественно pl.
1) зловещие слова, проклятия (κατέχειν πᾶν στρατόπεδον δυσφημίαις Soph.; λοιδορίαι τὸ πρῶτον, εἶτα δυσφημίαι Plut.);
2) поношение: дурная слава (δυσφημίας ἔχειν τινός Soph.);
3) порицание, хула (δυσφημίαι καὶ εὐφημίαι NT).