δύσις, εως (ῠ) ἡ [δύω I] тж. pl.
1) заход, закат (ἄστρων δύσεις Aesch., Arst.; ~ τε καὶ ἀνατολὴ ἡλίου Plat.);
2) (тж. τὸ πρὸς δύσει μέρος Polyb.) запад: πρὸς (ἡλίου) δύσιν Thuc., Arst. и πρὸς τὰς δύσεις Polyb. на запад, к западу; πρὸς δύσει и πρὸς ταῖς δύσεσι Polyb. с запада.