δρόσος ἡ
1) тж. pl. роса Her., Plat., Arst., Plut., pl. Aesch., Soph. etc.;
2) вода, влага (ποντία Aesch. и θαλασσία, ἐναλία Eur.; ποταμία Eur. и ἐκ ποταμῶν Arph.): ~ ἀμπέλου Pind. = οἶνος; φοινία ~ Aesch. = αἷμα; ἐλαιηρὴ ~ Anth. = ἔλαιον; ἡ ἀπόπτιστος ~ Arph. = τὸ σπέρμα τοῦ ἄρρενος;
3) свежесть, отрада (ὕμνων Pind.);
4) детёныш (δρόσοι ἄεπτοι λεόντων Aesch.);
5) молодой пушок (~ καὶ χνοῦς Arph.).