δράσσομαι, атт. δράττομαι (fut. δράξομαι, aor. ἐδραξάμην, pf. δέδραγμαι) хватать, схватывать (τινος Hom., Arph., Plat. и τινος χερσί Eur.; τινος τῆς κόμης или τῶν τριχῶν Plut. и φάρυγος Theocr.; редко τι Her.): δράξασθαι ἀφορμῆς Plut. или καιροῦ Diod. воспользоваться случаем; τῆς ἐλπίδος δεδραγμένος Soph. окрылённый надеждой.