δισσός, атт. διττός, ион. διξός 3
1) двойной (θήρα Plat.);
2) dual. и pl. два, двое, оба (στοιχείοις διττοῖς ναίειν Batr.; διξὰ θυρώματα Her.; δισσὼ στρατηγώ Aesch.);
3) двоякий, двойственный (τῷ ποιῷ καὶ τῷ ποσῷ Arst.);
4) двусмысленный (φάσματα δυσσῶν ὀνείρων Soph.; χρησμοί Luc.).